ευχετικός

ευχετικός
η , ό[ν] выражающий доброе пожелание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευχετικός" в других словарях:

  • ευχετικός — ή, ό και ευχητικός, ή, ό [ευχέτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή») 2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση 3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό το ευχετήριο, γραπτή έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • ευχετικός — ή, ό βλ. ευχετήριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευκτικός — ή, ό (ΑΜ εὐκτικός, ή, όν) 1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ. β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν …   Dictionary of Greek

  • ευχετήριος — α, ο [εύχομαι] 1. ευχητήριος, ευχετικός, αυτός που αναφέρεται στην ευχή, με τον οποίο εκφράζεται ευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευχετήριο γραπτή έκφραση ευχής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»